- δωδέκατος
- -η, -οαυτός που έχει σε αριθμητική σειρά τον αριθμό δώδεκα: Ο Δεκέμβριος είναι ο δωδέκατος μήνας του χρόνου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δωδέκατος — twelfth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδέκατος — η, ο (AM δωδέκατος, η, ον) αυτός που έχει τη θέση τού αριθμού δώδεκα («πέτυχε δωδέκατος») νεοελλ. 1. φρ. «δωδέκατη ή δωδέκατη ώρα» α) μεσημέρι ή μεσάνυχτα β) το τελευταίο χρονικό περιθώριο που μπορεί να γίνει κάτι, η κρίσιμη στιγμή 2. (τυπογρ.)… … Dictionary of Greek
Δεκέμβριος — Δωδέκατος και τελευταίος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου που χρησιμοποιείται σήμερα, αλλά ο δέκατος μήνας (από όπου και η ονομασία του: decen = δέκα) του παλαιού ρωμαϊκού ημερολογίου, που άρχιζε την 1η Μαρτίου. Στις πρώτες λατινικές κοινότητες… … Dictionary of Greek
δυωδέκατον — δωδέκατος twelfth masc acc sg (epic) δωδέκατος twelfth neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάτω — δωδέκατος twelfth masc/neut nom/voc/acc dual δωδέκατος twelfth masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάτων — δωδέκατος twelfth fem gen pl δωδέκατος twelfth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδέκατον — δωδέκατος twelfth masc acc sg δωδέκατος twelfth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυωδεκάτη — δωδέκατος twelfth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυωδεκάτην — δωδέκατος twelfth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυωδεκάτης — δωδέκατος twelfth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)